- Γόρδιοι
- Γόρδιοςmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νηματόμορφα — τα ζωολ. ένα από τα πέντε φύλα ή ομοταξίες τών νημαθελμίνθων, στο οποίο ανήκουν σκωληκομορφα παράσιτα ασπόνδυλων, αλλ. γόρδιοι ή γορδιοειδείς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nematomorpha < nemato (< νήμα, ατος) + morpha (< μορφή)] … Dictionary of Greek